σῦαξ

σῦαξ
σῦαξ, ᾰκος, , a kind of
A pulse, Choerob. in Theod.1.288H.: cf. σαῦσαξ.
II a kind of fish,=

ῥόμβος B. 2

, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σῦαξ — pulse masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαξ — ύακος, ὁ, ΜΑ άλλη ονομασία τού ψαριού ρόμβος μσν. αρχ. είδος οσπρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος» + επίθημα αξ, που απαντά συχνά σε ονόματα ζώων (πρβλ. δέλφ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • συάκι — το / συάκιον, ΝΑ, και σιάκι Ν και συάκιν Α [σῡαξ, ύακος] υποκορ. τού σῡαξ …   Dictionary of Greek

  • σύακα — σύ̱ακα , σῦαξ pulse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”